αζάρωτος — η, ο αυτός που δε ζαρώνει, δεν κάνει δίπλες: Το μεταξωτό ύφασμα μένει πάντα αζάρωτο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
άπτυχος — η, ο ο χωρίς πτυχές, αζάρωτος … Dictionary of Greek
αμαράγγιαστος — η, ο [μαραγγιάζω] 1. (για φυτά ή καρπούς) αυτός που δεν έχει μαραθεί, δροσερός, φρέσκος 2. (για πρόσωπα) αυτός που παρά την ηλικία του δεν έχει ρυτιδωθεί, αρυτίδωτος, αζάρωτος … Dictionary of Greek
ατσαλάκωτος — η, ο 1. (για υφάσματα και ενδύματα) αυτός που δεν τσαλακώθηκε, ο αζάρωτος 2. (για πρόσωπα) α) εκείνος που φορά ατσαλάκωτα ρούχα β) ο ατραυμάτιστος, αυτός που έμεινε σώος ύστερα από δυστύχημα γ) όποιος δεν υπέστη ηθική μείωση και δεν ταπεινώθηκε … Dictionary of Greek
αρρυτίδωτος — η, ο αυτός που δεν έχει ρυτίδες, ζάρες, αζάρωτος: Το πρόσωπό της είναι εντελώς αρρυτίδωτο, μόλο που τα χει τα χρονάκια της … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ατσαλάκωτος — η, ο αυτός που δεν είναι τσαλακωμένος, αζάρωτος: Φρόντιζε να φορεί πάντα ρούχα ατσαλάκωτα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)